αγχίστροφος

αγχίστροφος
ἀγχίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος
2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον
ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + στρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγχίστροφος — turning closely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφως — ἀγχίστροφος turning closely adverbial ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφον — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc sg ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφοις — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφου — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφους — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστρόφῳ — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφα — ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχίστροφοι — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”