ἀγχίστροφος — turning closely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστρόφως — ἀγχίστροφος turning closely adverbial ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίστροφον — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc sg ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστρόφοις — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστρόφου — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστρόφους — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστρόφῳ — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίστροφα — ἀγχίστροφος turning closely neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίστροφοι — ἀγχίστροφος turning closely masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… … Dictionary of Greek